- επισυναφή
- ἐπισυναφή, ἡ (Α)(αρχ. μουσ.) η μελώδηση τριών τετραχόρδων σε συνδυασμό κατά σειρά, π.χ. υπάτων, μέσων και συνημμένων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισυναφῆς — ἐπισυναφή combination of three tetrachords by fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπισυναφήν — ἐπισυναφή combination of three tetrachords by fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)